Κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις στο Μεσαίωνα
Κατά το Μεσαίωνα η οικονομία ήταν επί το πλείστον αγροτική, και στηριζόταν στη γεωργική παραγωγή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η όσο το δυνατό μεγαλύτερη κατοχή γης να σήμαινε την αντίστοιχη κατοχή δύναμης. Έτσι λοιπόν εμφανίστηκε η Φεουδαρχεία. Με τη δημιουργία όμως της αστικής τάξης, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του ελεύθερου εμπορίου αλλά και την εμφάνιση της χρήσης του χρήματος, η Φεουδαρχεία εξασθένησε, μπαίνοντας ουσιαστικά σε στάδιο παρακμής της.
Η φεουδαρχική αυτή κρίση λοιπόν, είχε ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή καλλιεργήσημη γη και την πρόκληση μιας μορφής παρατεταμένου λιμού για τον πληθυσμό, ο οποίος αυξανόταν με ρυθμούς ψηλότερους από εκείνους της δυνατότητας παραγωγής. Εξ΄αιτίας αυτών των συνθηκών, ευνοήθηκε ραγδαία εξάπλωση της πανώλης (1345-1400), εξοντώνοντας τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού. Η δημογραφική αλλά κοι οικονομική φθορά όλο και περισσότερο αυξανόταν με τους μακροχρόνιους και αιματηρούς πολέμους της εποχής, με σημαντικότερο τον εκατονταετή πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας (1337-1453). Μέσα σ΄όλην αυτή τη κρίση την οποία βίωνε η μεσαιωνική εποχή, λόγω τεράστιων πολεμικών δαπανών, επιβλήθηκε πρόσθετη φορολογία στους χωρικούς από άρχονες και φεουδάρχες. Αποτέλεσμα ήταν η αγανάκτηση του λαού, και η εμφάνιση των πρώτων εξεγέρσεων, με αίτημα τον περιοσρισμό των προνομίων των ευγενών.
Η Εκκλησία με τη σειρά της, κατά το Μεσαίωνα, αρνείτο τον οποιοδήποτε έλεγχο της από την κοσμική εξουσία, καθώς η ίδια λάμβανε θέση στη κοινωνία ως μια από τις κυριότερες εξουσίες. Η Εκκλησία ήταν κάτοχος τεράστιων εκτάσεων γης αλλά και περιουσίας.
Η ζωή των ανθρώπων κατά το Μεσαίωνα ρυθμιζόταν ουσιαστικά από χριστιανικές γιορτές και τελετές. Το έντονο θρησκευτικό αίσθημα που επικρατούσε στην κοινωνία, επηρέαζε όλες τις πτυχές της ζωής των ανθρώπων. Όμως η απουσία πνευματικής καθοδήγησης από την Εκκλησία, η οποία έπασχε ως προς τη διεκπεραίωση του ποιμαντικού της έργου, σε συνδυασμό με την απώλεια μόρφωσης της πλειονότητας του πληθυσμού, συνέβαλαν στη δημιουργία δυσειδαιμονιών και προκαταλήψεων, όπου και αρχικά έγιναν με την αντιμετώπιση της μαγείας, σε μια κοινωνία όπου η γυναίκα θεωρείτο κατώτερη του άνδρα.
Επίσης κατά το Μεσαίωνα η Εκκλησία απαγόρευσε κάθε είδους καινοτομία, που να μη συμφωνούσε με τις επίσημες θέσεις της. Παρ΄όλα αυτά η αναζήτηση νέων γνώσεων δεν σταμάτησε και έκαναν την εμφάνιση τους επιστήμες πέραν της θεολογίας όπως φιλοσοφία, βοτανολογία, αστρονομία και ιατρική (Δημητρούκας & Ιωάννου, 2015: 91-105).
Τα σχίσματα εντός της Εκκλησίας πλήθαιναν και αρκετές αιρέσεις αμφισβητούσαν την ιεραρχία της, αποκτώντας όλο και περισσότερη απήχηση. Έτσι εισήχθη από την Εκκλησία ο θεσμός της Ιεράς Εξέτασης (Stardust, 2010: 17-18).
Τι ήταν το κυνήγι μαγισσών
Κατ΄αρχάς οι διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, διέκριναν τη μαγεία σε δύο μορφές. Τη φυσική και τη δαιμονική. Η φυσική μαγεία θεωρητικά αποτελεί κλάδο της επιστήμης που ασχολείται με κρυμμένες δυνάμεις της φύσης. Η δαιμονική δε, είναι μια διαστρέβλωση της θρησκείας, όπου αποστρέφεται το Θεό και επικαλείται δαίμονες για ρύθμιση ανθρώπινων υποθέσεων. Για πολλούς μεσαιωνικούς συγγραφείς, η φυσική μαγεία δεν αναγνωρίζοταν (Kiechkefer, 1989: 23-24).
Η μαγεία ήταν συνδεδεμένη με την επίκληση των δαιμόνων και θυσίες σε αυτούς ή με τη σεξουαλική σενεύρεση μαζί τους, κατά τη διάρκεια νυχτερινών οργίων. Η πίστη στη μαγεία ήταν καθολικό φαινόμενο. Οι άνθρωποι πίστευαν πως οι μάγισσες πετούσαν, και ότι τη νύχτα καβαλούσαν ζώα ως ακόλουθοι της ειδωλολατρικής θεότητας, Άρτεμης. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα τα ξόρκια, η μαντεία και η επίκληση πνευμάτων ήταν καθημερινό φαινόμενο (Nicholas, 1992: 294).
Οι διωγμοί των μαγισσών, ή το κυνήγι μαγισσών, ήταν οργανωμένες, συντονισμένες και πολύπλευρες συστηματικές επιθέσεις. Η Εκκλησία όριζε το πρόβλημα, γιατροί εξέταζαν τις μάγισσες όπου και τις βασάνιζαν, καταδικάζοντας τις για να τους απαγγείλουν κατηγορίες οι νομικοί, επιβλέποντας τις νομικές διαδικασίες. Οι ανώτεροι κρατικοί υπαλλήλοι οργάνωναν τις εκτελέσεις. Είχαν εκδοθεί ακόμα και εγχειρίδια εντοπισμού μαγισσών, με το πρώτο, το Malleus Maleficarum, το 1484 από δύο δομινικανούς μοναχούς, το οποίο διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη.
Η διαδικασία ξεκινούσε με προπαγάνδα από τις αρχές, οι οποίες εξέφραζαν την ανησυχία τους για την εξάπλωση των μαγισσών. Ακόμα και η τέχνη και τα θρησκευτικά κείμενα της εποχής, διέσπειραν το φόβο, κατασκευάζοντας ένα δαιμονιοποιημένο στερεότυπο της μάγισσας. Κυνηγοί μαγισσών ταξίδευαν από χωριό σε χωριό προπαγανδίζοντας, μοιράζοντας κείμενα. Από τον ερχομό του κυνηγού προηγούνταν ανακοινώσεις, οι οποίες καλούσαν τους κατοίκους να υποδεικνύουν τις ύποπτες μάγισσες. Όσοι αρνούνταν να συνεργαστούν έθεταν τη ζωή τους σε κίνδυνο. Η κατηγορίες των μαγισσών γίνονταν δημόσια, καθιστώντας ύποπτο όποιον προσπαθούσε να τις βοηθήσει (Stardust, 2010: 21).
Ποιές θεωρούνταν μάγισσες;
«Η αφορμή για να οδηγηθεί μια γυναίκα στα δικαστήρια, δινόταν συχνά μέσα από καταστάσεις που ήταν εντελώς άσχετες με τη μαγεία» (Kiechkefer, 1989: 290).
Μάγισσες ήταν γυναίκες με σωματική, διανοητική, οικονομική, ηθική και πνευματική ανεξαρτησία και αποτελούσαν απειλή για το μονοπώλιο του αρσενικού φύλου. Γυναίκες που δεν φοβόντουσαν να εξεφράσουν δημόσια τη σκέψη τους, που είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση ή ήταν πολύ οξύθυμες, θεωρούνταν μάγισσες. Επίσης ύποπτες θεωρούνταν γυναίκες που αντιμιλούσαν στος συζύγους τους, ή που κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Θεωρείτο παράξενο μια γυναίκα ακόμα να ασχολείται με το λόγο, να γράφει στίχους ή να υποτιμά τους άλλους (Stardust, 2010: 24).
Σε πολλές περιπτώσεις σε δίκες μαγισσών, εμφανίζοταν το θέμα της υγείας. Για παράδειγμα όπου γυναίκες με πληθώρα γνώσεων περί ανατομίας και βοτάνων, είχαν θεραπεύσει κάποιον, αλλά αυτός αρρώστησε ξανά ή είχε γίνει όντως καλά. Η θεραπεία τέθηκε ως αρμοδιότητα του ιατρικού κατεστημένου. Ο επηρεασμός της υγείας κάποιου ή της ίδιας της φύσης, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα θεωρήθηκε μαγεία. Το κυνήγι των μαγισσών χρησιμοποιήθηκε ως κάλυψη της ανικανότητας των γιατρών, λόγω των ελάχιστων γνώσεων που είχαν. Ανεξήγητοι θανάτοι, ήταν εύκολο να φορτωθούν σε μια μάγισσα.
Επίσης σε πολλές δίκες, γυναίκες κατηγορούνταν για σεξουαλικά εγκλήματα όπως μοιχεία, σεξ με το διάβολο ή σεξ με ζώα. Επικρατούσε μια δαιμονιοποίηση της ανεξάρτητης ή μή-αναπαραγωγικής σεξουαλικότητας των γυναικών, η οποία της μετέτρεπε σε ιδιοκτησία των συζύγων τους. Άνδρες ακόμα κατηγορούσαν γυναίκες ότι τους ανάγκαζαν να κάνουν σεξ μαζί τους, με τη χρήση μαγείας, δικαιολογώντας έτσι βιασμούς και βρίσκοντας διέξοδο από σχέσεις ή ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Ακόμα το λεσβιακό σεξ, η πορνεία, το σεξ μεταξύ νέων και γέρων, του συλλογικού σεξ αλλά και το σεξ με προφύλαξη, επίσης δαιμονιοποιήθηκαν (Stardust, 2010: 27-30).
Πολλές από τις πρώτες μάγισσες που καταδικάστηκαν, ασχολούνταν με την αντισύλληψη και τις αμβλώσεις. Εργασίες που σχετίζονταν με τη σεξουαλικότητα και την υγεία, όπως μαιευτική, αντισύλληψη και οι αμβλώσεις, καταδικάστηκαν. Οι αρχές δεν επιθυμούσαν γυναίκες από τις κατώτερες τάξεις να ελέγχουν την αναπαραγωγικότητα, και το κυνήγι των μαγισσών εξυπηρέτησε στο να ανακτηθεί ο έλεγχος επί αυτής της γνώσης (Stardust, 2010: 32).
Αντιμετώπιση των μαγισσών
Κατά το 14ο αιώνα τα δικαστήρια ασχολούνταν με περισσότερες υποθέσεις μαγείας. Όμως από το 15ο αιώνα, οι δίκες εξελίχθηκαν σε μαζικές διώξεις. Ιεροεξεταστές ή δικαστές, παρότρυναν τους κατοίκους πόλεων ή χωριών να υποδείξουν όσο το δυνατό περισσότερες ύποπτες (Kiechkefer, 1989: 283-284).
Οι δίκες δεν άφηναν καμία πιθανότητα αθώωσης της κατηγορούμενης και στηρίζονταν σε αβάσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Κατά τη διάρκεια των δικών, βασανιστήρια λάμβαναν μεγάλο μέρος της όλης διαδικασίας. Πρόκειτο για άγρια βασανιστήρια, τα οποία περιλάμβαναν ακραία σεξουαλική κακοποίηση.
Οι δίκες όπως και οι εκτελέσεις των μαγισσών ήταν δημόσιες εκδηλώσεις, και όλη η κοινότητα όφειλε να παρουσιαστεί, για να παρακολουθήσει το θέαμα της δίκης, με αποκορύφωμα την εκτέλεση, συμπεριλαμβανομένων των θυγατέρων-αν υπήρχαν των μαγισσών. Οι εκτελέσεις αποτελούνταν απαγχωνισμούς ή κάψιμο της ύποπτης ζωντανής. Στην πόλη, έφταναν επίσης οι κυνηγοί των μαγισσών, μαζί με γιατρούς, κρατικούς υπαλλήλους, κληρικούς και δήμιους. Αν κάποιος δεν παρευρισκόταν στην εκδήλωση, ή ακόμα εάν εναντιωνόταν στη δίκη υπερασπίζοντας την κατηγορούμενη, έθετε τη ζωή του σε κίνδυνο. Για δεκάδες χόνια καίγονταν τακτικά γυναικεία πλήθη (Stardust, 2010: 22-23).
Η ενοχή των κατηγορουμένων, ήταν δεδομένη εκ των προτέρων. Η κατηγορούμενη ακόμα, δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση με αυτόν που την είχε καταγγείλει, έτσι πολλές κατηγορήθηκαν άδικα ενώ ήταν αθώες, εξ΄αιτίας προσωπικών εχθρών. Ο μοναδικός τρόπος αποφυγής της καταδίκης, και η παράδοση στην κοσμική εξουσία για να καεί στην πυρά, ήταν η ομολογία και η αποκύρυξη των παραπτωμάτων της, ανεξαρτήτως αν διαπράχθηκαν ή όχι (Nicholas, 1992: 300).
Επίσης ο κλήρος αφόριζε εκείνες που κατέφευγαν στη μαγεία, πάντα όμως με όρους που έδειχναν πως και οι πιο νομιμόφρονες πίστευαν στις υπερφυσικές δυνάμεις των μαγισσών και στις οποίες οι χριστιανοί έπρεπε να αντισταθούν (Nicholas, 1992: 295).
Αίτια του φαινομένου
Βασικό αίτιο του φαινομένου ήταν η στοχοποίηση των επαναστατημένων γυναικών και των ομάδων που συμμετείχαν στην υψηλού επιπέδου ταξική αντίσταση ενάντια στην οικονομική αναδιάρθρωση. Η ταξική αντίσταση έσπασε με τον επιτυχή διαχωρισμό των δύο φύλων. Έτσι το κυνήγι των μαγισσών, χαρακτηρίζεται ως επίθεση της άρχουσας τάξης, στους έντονους ταξικούς αγώνες. Βάσει στοιχείων που αφορούν τις δίκες, πολλές γυναίκες κατηγορούνταν για εξέγερση ενάντια στα μέλη των τοπικών άρχουσων τάξεων. Σύμφωνα και με τη Federici (2004: 241) επρόκειτο για έναν ταξικό πόλεμο, ο οποίος διεξήχθη με άλλα μέσα.
Οι γυναίκες αποτελούσαν μέρος ομάδων και δικτύων, τα οποία μοιράζονταν πολλά κοινά μεταξύ τους. Μια από τις βασικές κατηγορίες εναντίον τους ήταν πως αποτελούσαν μέλη μιας οργανωμένης εξέγερσης, της οποίας τελικά όντως ήταν. Τα περιβόητα Σάββατα (Sabbath – νυχτερινές συναντήσεις ή γλέντια) ήταν οι συναντήσεις και γιορτές των επαναστατημένων αυτών κοινοτήτων, ενάντια στη φτώχεια και την καταπίεση. Εν τέλει τα δίκτυα αυτά πολιτικοποιήθηκαν και οργανώθηκαν. Λογικός λοιπόν, ήταν ο φόβος των αρχών κατά των δικτύων αυτών (Stardust, 2010: 40-41).
Ανάμεσα στο κυνήγι των μαγισσών υπάρχει μια συνέχεια από τις προηγούμενες διώξεις των αιρετικών, που επίσης τιμωρούνταν μορφές κοινωνικής ανυπακοής, με το πρόσχημα της θρησκευτικής ορθοδοξίας. Οι αιρετικοί επίσης καίγονταν σε πάσαλους ως προδότες της πραγματικής θρησκείας, κατηγορούμενοι με εγγλήματα σχετιζόμενα με τη μαγεία. Πρόκειται για κατηγορίες που Εκκλησία απάγγελλε πάντοτε εναντίον των ανταγωνιστικών θρησκειών (Federici, 2004: 244).
Επιπλέον σε ένα εξασθενησμένο λαό ο οποίος ήταν επί το πλείστον αμόρφωτος, με έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα το οποίο να επηρέαζε όλη του τη ζωή, σε συνδυασμό με την έλλειψη πνευματικής καθοδήγησης από την Εκκλησία, όπως έχει προαναφερθεί, ήταν απόλυτα λογικό να είναι επιρρεπής σε αφομοίωση δυσειδαιμονιών και προκαταλήψεων, πόσο μάλλον την εναντίωση του σε πράξεις που να παρουσιάζονται ως μαγεία (Δημητρούκας & Ιωάννου, 2015: 100).
Τέλος, όπως αναφέρει και ο Kiechkefer (1989: 292), ο Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται ως ένα δάσος ευάλωτο στη φωτία έπειτα από μια μεγάλη περίοδο ξηρασίας, και μια σπίθα ήταν αρκετή για να ξεσπάσει μια πυρκαγιά που να εξαπλώνεται ταχύτατα. Έτσι όλες οι συνθήκες ευνοούσαν την δικαστική υστερία που εκδηλώθηκε κατά το κυνήγι των μαγισσών.
Συμπεράσματα
Μέσω της ανασκόπησης που έγινε, προκύπτουν αρκετά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Όπως έχει αναφερθεί, η κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η οποία χαρακτηριζόταν κάθε άλλο από την ελευθερία έκφρασης ή βούλησης, είχε σημαντικότατο ρόλο στην εμφάνιση του φαινομένου αλλά και την επέκταση του. Μια βαθιά θρησκόληπτη κοινωνία, επηρεαζόμενη από τους συνεχείς πολέμους, την πανώλη, την πείνα και τη φτώχεια η οποία όμως ώντας αμόρφωτη, αποτέλεσε ασυνείδητα ίσως καλλιεργητή της εξέλιξης του κυνηγιού των μαγισσών. Επίσης η Εκκλησία, στην προσπάθεια υπεράσπισης της, προέβη σε ακραίες μεθόδους πάταξης οτιδήποτε ήταν πέραν των θέσεων της.
Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς, πως οι πλείστες γυναίκες που κατηγορήθηκαν για μαγεία, και εκτελέστηκαν να ήταν αθώες. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, γυναίκες οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, για λόγους οι οποίοι καμία σχέση με μαγεία είχαν. Φαίνεται ξεκάθαρα πως οποιαδήποτε γυναίκα ήταν διανοητικά, σωματικά, οικονομικά, πνευματικά ή σωματικά ανεξάρτητη ήταν ύποπτη, κατά πάσα πιθανότητα ένοχη εκ των προτέρων. Επίσης είναι ξεκάθαρο το καθεστώς υπό το οποίο οι φερόμενες ως μάγισσες, εξετάζονταν, δικάζονταν και εν τέλει εκτελούνταν. Πρόκειται για ένα καθεστώς που κάθε άλλο από την καθώς πρέπει αντιμετώπιση παρείχε στις ύποπτες, και όπου είχε εξ΄αρχής σκοπό την εκτέλεση τους, μη αφήνοντας την οποιαδήποτε ελπίδα δικαίωσης.
Το κυνήγι μαγισσών κατά το Μεσαίωνα επέφερε αρκετές επιπτώσεις στην ανθρωπότητα, οι οποίες αφορούν κυρίως το γυναικείο πληθυσμό. Ένα από τα αποτελέσματα των δικών των μαγισσών ήταν η αναθεώρηση των γυναικείων φυλετικών χαρακτηριστικών αλλά και της γυναικείας σεξουαλικότητας. Πριν θεωρούνταν χαρακτηριστικά δύναμης, αντιθέτως τώρα αποτελούν αδυναμία. Πριν από αυτή την περίοδο, οι γυναίκες ήταν πιο ισότιμες στις σεξουαλικές σχέσεις και παρουσιάζονταν ως σεξουαλικά ισχυρές. Έκτοτε υιοθετήθηκε το μοντέλο της υπάκουης συζύγου και μητέρας, το οποίο διατηρείται μέχρι και σήμερα, κάτι που υπηρετεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μοντέλο που προμηθεύει την παραγωγή με άμισθες μητέρες, που παρέχουν φροντίδα, άμισθες εργάτριες δηλαδή που παράγουν και αναπαράγουν την εργατική δύναμη. Η γυναίκα, τα παιδιά και η εργασία της αποτελούν ιδιοκτησία του συζύγου της (Stardust, 2010: 27-28).
Επίσης με τις δίκες των μαγισσών, έγινε κατορθωτή η δαίρεση της τάξης βάσει του φύλου. Η διαίρεση αυτή έσπασε την ταξική ενότητα, υποσκάπτοντας τη συλλογική δύναμη της τάξης. Όπως καταπιέζονταν οι γυναίκες, καταπιεζόταν ολόκληρο το προλεταριάτο, και το κυνήγι συνιστούσε μια επίθεση στην αντίσταση των γυναικών κατά της επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων αλλά και τη δύναμη που είχαν οι γυναίκες λόγω της σεξουαλικότητας τους (Stardust, 2010: 40-42).
Το κυνήγι μαγισσών αναπτύχθηκε σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου οι ανώτερες τάξεις, ζούσαν με το φόβο των κατώτερων. Έτσι λοιπόν δεν πρέπει να μας παραξενέψει πως ο φόβος αυτός μεταφράστηκε ως επίθεση στη μαγεία. Η μάχη κατά της μαγείας συνοδεύει την ανάπτυξη του καπιταλισμού, μέχρι και στις μέρες μας. Καθώς η μαγεία υποστηρίζει την ύπαρξη μιας δύναμης σε όλα τα πράγματα, αλλά και η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, στοχεύει στον έλεγχο της φύσης, προκύπτει η άρνηση της οργάνωσης αυτής το ενδεχόμενο ύπαρξης μιας προνομιούχας σχέσης της μαγείας με τα φυσικά στοιχεία, αλλά και διαθεσιμότητα δυνάμεων μόνο σε συγκεκριμένα άτομα. Επομένως η μαγεία αποτελούσε απειλή για την καθιέρωση της ατομικής ευθύνης, καθώς έμοιαζε με μια μορφή απειθαρχείας και άρνησης της εργασίας (Federici, 2004: 238-240).
Βιβλιογραφία
- Federici, S. (2004) Caliban and the Witch. Women, the Body and Primitive Accumulation. Μτφρ. Γραμμένου, Ι. κ.ά, Εκδόσεις των Ξένων, Θεσσαλονίκη.
- Nicholas D. (1992) The Evolution of the Medieval World Society, Government and Thought in Europe, 312-1500. Μτφρ. Τζιαντζή, Μ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα.
- Stardust, L. (2010) Γυναίκες στην πυρά. Κόκκινο Νήμα, Αθήνα.
- Δημητρούκας, Ι. & Ιωάννου, Θ. (2015) Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία Β’ Γυμνασίου. Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα.
- Kiechkefer, R (1989) Η Μαγεία στο Μεσαίωνα. Μτφρ. Περτρόχειλου, Σ.,Κωσταράκης, Αθήνα.