Αθήνα, 15 Αυγούστου 2022
Απέναντι μου στο μετρό μια ηλικιωμένη κυρία. Λόγω μιας αδυναμίας που έχω στους γέρους, παρατηρώ την ούλλη τη διαδρομή. Θωρώ στα μάθκια της πόνο τζιαι κούραση. Θωρώ όμως τζιαι ελπίδα, που την προσπάθεια που έκαμεν για να σηκωστεί που τη θέση της τζιαι να κατεβεί που το μετρό.
Εθύμισεν μου τον παππού μου. Ως τα 95 του, εν εσταμάτησε στιγμή να “παλεύκει” τζιαι να ζει τη ζωή του, στον βαθμό που οι φυσικές του δυνάμεις του επιτρέπαν. Ως τα τελευταία του, πολλές φορές έβρισκα τον πας τα δέντρα. “Ούσσου τζιαι μεν το πεις κανενού”, ελάλεν μου.
Άρκεψα τες σκέψεις που ούλλοι κάμνουν για τη ζωή, διαπιστώνοντας ότι είμαστε ένα τίποτε. Πόσο εύκολα ερκούμαστε, πόσο πιο εύκολα φεύκουμε. Τι είναι η ζωή, τι ουσία έχουν τούτα τα ασήμαντα 70-80 χρόνια, πόσο σύντομη είναι, ώσπου να καταλάβεις τι γίνεται, τελειώνει, κλπ.
Εθυμήθηκα κάτι που εθκιέβασα που τον Schopenhauer. Στο δοκίμιο του “Περί Θανάτου”, εξηγά πόσο λάθος είναι να σκεφτόμαστε τι θα συμβεί μετά τον θάνατο μας, ενώ σχεδόν ποτέ, δεν κάμνουμεν αντίστοιχες σκέψεις για το τι ήμασταν πριν τη γέννηση μας. Ο θάνατος μας τρομάζει λόγω της σκέψης της ανυπαρξίας. Βέβαια, σπάνια σκεφτόμαστε και μας ενοχλεί, ότι πριν καν έρθουμε στη ζωή, προηγήθηκε άπειρος χρόνος, και άρα, άπειρο διάστημα δικής μας ανυπαρξίας.
Λέει με λίγα λόγια ότι η ζωή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένα “δάνειο” που πήραμε από τον θάνατο. Δεν πρέπει να ερευνούμε ούτε το παρελθόν πριν από τη ζωή, ούτε το μέλλον μετά τον θάνατο. Το μόνο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το παρόν, η μοναδική μορφή με την οποία εμφανίζεται η βούληση μας. Η βούληση είναι ο πυρήνας της ύπαρξης μας. Τζιαι ο φόβος που έχουμε για τον θάνατο εν το σενάριο όπου χωριζόμαστε που την βούληση μας τζιαι την συνειδητότητα μας. Πράμα παράλογο, γιατί καθιστά τη μη-ύπαρξη ως κάτι κακό. Η μη-ύπαρξη όμως, προϋποθέτει τη συνειδητότητα μας, η οποία χάνεται συμπτωματικά καθημερινά (ύπνος, λιποθυμία, κλπ.), χωρίς να μας επηρεάζει ποτέ αρνητικά.
Τούτα τα 70-80 χρόνια που έτυχε να έχουμε, είναι απλά ένα ανεπαίσθητο πέρασμα στον χρόνο. Στην κυριολεξία, ένα τίποτε. Ο Schopenhauer χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως ένα άτομο με χρονική αρχή και τέλος, στο βιαστικό πέρασμα του από τον κόσμο, ταλαιπωρημένο από λάθη και αγωνία. Πολλοί λεν ότι είναι κρίμα που η ζωή είναι τόσο σύντομη. Τζιαι 500 χρόνια να ήταν όμως, το μόνο που μας συνδέει με το μέλλον, είναι το τι αφήνουμε πίσω μας. Γι’ αυτό και κατά τον Schopenhauer, ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνευτεί και ως μια “ακατάλυτη πρωτογενής ουσία” που μπορεί να πει ότι “είμαστε τα πάντα, ό,τι υπήρξε, ό,τι υπάρχει, και ό,τι θα υπάρξει”.
Συνήθως, οι αναμνήσεις, εν τζιείνες που μας κάμνουν να λησμονήσουμε το παρελθόν (καταστάσεις/πρόσωπα/κλπ.). Αναμνήσεις δημιουργούμεν τζιαι εμείς για τους υπόλοιπους. Η φυσική πορεία των πραμάτων λέει ότι για κάποιους θα διαρκέσουν περισσότερο, για άλλους λιγότερο. Το μέλλον, δεν το λησμονούμε, απλά διερωτούμαστε για τζιείνο λόγω περιέργειας. Όπως έγραψα τζιαι πιο πάνω, η ουσία της ύπαρξης μας, η βούληση, δεν έχει καμία σχέση με το μέλλον.
Που μια γιαγιά που είδα στο μετρό, εκατάληξα να συμφωνώ με τον εαυτό μου, ότι το να σκέφτεσαι το “μετά” είναι ό,τι πιο εγωιστικό φέρει η ανθρώπινη φύση. Το “τωρά” μια φορά γίνεται, όσοι σε εκτιμήσουν για τούτο που είσαι, θα είναι τζιείνοι που θα σε “κουβαλήσουν” στο μέλλον. Οποιαδήποτε σχέση έχει η βούληση μας με τον χρόνο, έγκειται στο παρόν. Ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον. Μόνο σε ό,τι πράξουμε κατά βούληση στα πλαίσια της συνειδητότητας μας. Υπάρχει χρόνος να το προσαρμόσουμε στις ανάγκες άλλων; Υπάρχει λόγος να του βάλουμε πλαίσια τα οποία καθορίζουν άλλοι, συνήθως συνδέοντας το με το μέλλον (ναι, εννοώ τις θρησκείες); Ξανά, η βούληση μας είναι εκείνη που θα κρίνει, μόνο που δεν μπορεί να υφίσταται επ’ άπειρον.
Τζιαι σαν κάθουμε στο αεροδρόμιο σκέφτουμαι τζιαι την όλη δηθενιά, υποκρισία τζιαι καθωσπρεπισμό της μοντέρνας δυτικής κοινωνίας. Πράματα καθημερινότητας που σου χαλούν τη διάθεση. Το καλό εν ότι, σε τούτα τα 70-80 χρόνια, όλοι, κάποτε, συνειδητοποιούν το τι γίνεται. Κατά τον Schopenhauer, όταν το μυαλό ωριμάσει, χάνουμε την παρηγοριά με την οποία μας έχει εφοδιάσει η φύση για να αντισταθμίσουμε τη βεβαιότητα του θανάτου.