Search
Close this search box.

Προεδρικές εκλογές χωρίς Negative Campaigning δεν γίνονται

Επιθέσεις επί προσωπικού, επί αρχών, επί πολιτικών, δυσφήμιση, αρνητικά μηνύματα, ρητορική φόβου…

Σε ρυθμούς Προεδρικών εκλογών τρέχουμε εδώ και βδομάδες. Μια προεκλογική που ξεκίνησε έχοντας ήδη αρκετό ενδιαφέρον. Λίγο η φύση των υποψηφιοτήτων, λίγο τα πρωτόγνωρα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που αφήνουν εκτός Κυριακής ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, και λίγο η συνεχής μάχη των εντυπώσεων σε επικοινωνιακό επίπεδο μεταξύ των υποψηφίων, είναι μερικά από τα στοιχεία που κεντρίζουν το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων.

Αυτό που παρατηρήθηκε όμως σε έντονο βαθμό, είναι η τάση των υποψηφίων για υιοθέτηση του negative campaigning (αρνητικά μηνύματα και επιθέσεις από έναν υποψήφιο ή κόμμα εναντίον ενός άλλου, ή/και ρητορική φόβου κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου) από πολύ νωρίς, στην προσπάθειά τους να «ορίσουν» τις υπόλοιπες υποψηφιότητες ως κακές επιλογές για τους ψηφοφόρους, και τη δική τους ως την ιδανική (ή λιγότερο κακή).

Αρχικά, ο Αχιλλέας Δημητριάδης, μετά τη μη-επιλογή του από την ΚΕ του ΑΚΕΛ ως το πρόσωπο που το κόμμα θα προωθούσε στη βάση του για να αποτελέσει και τον υποψήφιό του, επιτέθηκε κατά του Ανδρέα Μαυρογιάννη, εξαπολύοντας κατηγορίες περί «διπλής μισθοδοσίας» χαρακτηρίζοντας τον τέως διαπραγματευτή ως «παράτυπα διπλοθεσίτη». Στη συνέχεια είχαμε την αντίδραση του προέδρου του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου μετά την εξαγγελία της υποψηφιότητας του Νίκου Χριστοδουλίδη, ο οποίος κατηγόρησε τον πρώην ΥΠΕΞ ότι «θέλει να ανατρέψει τη σωστή πορεία της χώρας». Τέλος, πιο πρόσφατα, σε συνέντευξή του ο Ανδρέας Μαυρογιάννης επικαλέστηκε το ποίημα του Καβάφη, «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», το οποίο σατιρίζει την τάση μερικών ανθρώπων να αυτοπαρουσιάζονται ως κάτι που προφανώς δεν είναι, υποκρινόμενοι ιδιότητες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Πέραν των ίδιων των υποψηφίων, στις διαδικασίες του negative campaigning εμπλέκονται κι άλλοι πολιτικοί παράγοντες, όπως τα κόμματα και τα στελέχη τους. Λίγο πολύ, το τι διαδραματίζεται σε επικοινωνιακό επίπεδο όλοι μπορούν να το αντιληφθούν. Ας λάβουμε επίσης ως δεδομένο, ότι όσο κοντεύει η Κυριακή των εκλογών, τα αρνητικά μηνύματα από τους υποψηφίους θα πληθαίνουν.

Επηρεάζει αρνητικά το πολιτικό περιβάλλον;

Διαβάζοντας διάφορες απόψεις στον εγχώριο Τύπο, παρατηρούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι επιδράσεις του negative campaigning είναι ελλιπής, γιατί απλά, η αρνητικότητα στον πολιτικό λόγο δεν είναι εξ’ ολοκλήρου ζημιογόνα για τους ψηφοφόρους, το σύστημα, και την πολιτική γενικότερα. Το negative campaigning αποτελεί αντικείμενο μελέτης στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας και απασχολεί αρκετούς ακαδημαϊκούς για το κατά πόσον επηρεάζει το πολιτικό περιβάλλον αρνητικά ή θετικά.

Από τη μια, έρευνες κατέδειξαν ότι το negative campaigning προκαλεί μια δυσανασχέτηση στο εκλογικό σώμα, λόγω του ύφους που παίρνουν οι πολιτικές καμπάνιες αλλά και της αντίληψης ότι δεν εξυπηρετεί κάτι ουσιαστικό, παρά μόνο προσωπικά συμφέροντα των υποψηφίων, δημιουργώντας έτσι μια αποστροφή προς την πολιτική γενικότερα. Μάλιστα, υπάρχουν ευρήματα που υποδεικνύουν ότι η αρνητικότητα στις πολιτικές καμπάνιες μπορεί να μειώσει το ενδιαφέρον των πολιτών για τις εκλογές, και επομένως, να περιορίσει τη συμμετοχή τους σε αυτές. Τέλος, μπορεί να οδηγήσει σε μιας μορφής δυσπιστία προς την εκλογική διαδικασία αλλά και μια απαισιοδοξία ως προς τα οφέλη που μπορεί να επιφέρει σε κάποιο η εμπλοκή του στις πολιτικές διαδικασίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από αρκετή αρνητικότητα.

Ωστόσο, πολλές μελέτες πάνω στο θέμα έχουν υποδείξει ότι το negative campaigning εντός του σύγχρονου πολιτικού περιβάλλοντος, ενδεχομένως να επιφέρει περισσότερες θετικές, παρά αρνητικές επιδράσεις. Καταρχάς, ο «έλεγχος» που ασκείται μέσω των επιθέσεων κατά συγκεκριμένων υποψηφίων, αυξάνει κατά κύριο λόγο τη διαφάνεια που οι πολίτες επιζητούν, σε μια εκλογική διαδικασία. Ταυτόχρονα, το πληροφοριακό περιβάλλον των ψηφοφόρων εμπλουτίζεται (βέβαια όταν οι επιθέσεις κατά υποψηφίων συνοδεύονται από τις απαιτούμενες αποδείξεις), όπως ταυτόχρονα αναβαθμίζεται το πολιτικό debate που διεξάγεται. Η αρνητικότητα στον πολιτικό λόγο και οι συγκρούσεις επίσης, αποτελούν απόδειξη στους ψηφοφόρους ότι πράγματι, οι αντιπαραθέσεις αφορούν αληθινά θέματα που διακυβεύονται σε μια εκλογική διαδικασία, οπόταν, η εμπιστοσύνη τους προς τις εκλογές ενισχύεται. Οι πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι το negative campaigning, δεν έχει αρνητικό αντίκτυπο στα ποσοστά συμμετοχής. Αντιθέτως, υπάρχουν ενδείξεις ότι η αρνητικότητα σε μια εκστρατεία, αυξάνει τη συμμετοχή, καθώς, τονώνει την επίγνωση γύρω από ορισμένα προβλήματα, αλλά και προκαλεί ένα «άγχος» στους πολίτες για τη σημασία στην επιλογή του κατάλληλου υποψηφίου.

Limassol Today - Image 1
Illustration: Bas van der Schot

Το negative campaigning δεν λειτουργεί σταθερά, ούτε έχει οριζόντια αποτελέσματα

Βέβαια, η επίδραση του negative campaigning επηρεάζεται από άλλους, τρίτους παράγοντες, και μπορεί να έχει διαφορετικές μορφές και διαβαθμίσεις. Μερικοί από τους παράγοντες που επηρεάζουν την επίδρασή του είναι η αξιοπιστία της επίθεσης (τεκμηρίωση, στοιχεία, αποδείξεις κλπ.), το timing της κάθε επίθεσης, το είδος της επίθεσης (αν είναι σε προσωπικό επίπεδο ή επίπεδο πολιτικής, ή αν το ζήτημα της επίθεσης εντάσσεται σε ζητήματα που ο υποψήφιος έχει πείσει ότι κατέχει). Κυρίως όμως, αυτό που επηρεάζει, είναι η προσωπικότητα του κάθε υποψηφίου (δηλαδή να συνάδει με τον αρνητικό λόγο και ο ίδιος ο υποψήφιος να μπορεί να υποστηρίξει επικοινωνιακά μια τέτοια τακτική), αλλά και η προσωπικότητα του ψηφοφόρου (άτομα με συγκεκριμένα προσωπικά/ψυχολογικά χαρακτηριστικά, τείνουν να προτιμούν τον αρνητικό πολιτικό λόγο).

Χρησιμοποιώντας στοιχεία από τη δική μας προεκλογική, θα μπορούσαμε να δούμε για παράδειγμα, ότι η επίθεση Αχιλλέα Δημητριάδη κατά Ανδρέα Μαυρογιάννη, περισσότερο έπληξε τον ίδιο τον υποψήφιο που την εξαπέλυσε (βλέποντας διάφορες αντιδράσεις στα Social Media και στον Τύπο), καθώς, η επίθεση ουδέποτε συνοδεύτηκε από τις οποιεσδήποτε αποδείξεις, κάτι που την έπληξε ως προς την αξιοπιστία της. Επίσης, η όλη στάση και ρητορική του Αχιλλέα Δημητριάδη, ήρθε σε πλήρη ρήξη με το προφίλ που παρουσίαζε τους τελευταίους μήνες (ήρεμος, νηφάλιος, ευσυνείδητος, με θετικό τόνο), προκαλώντας αρνητική εντύπωση σε κόσμο που έδειχνε να κερδίζει με την παρουσία του τους τελευταίους μήνες.

Όμως, με τη συγκεκριμένη επίθεση, ο Αχιλλέας Δημητριάδης, κατάφερε να θέσει ένα ζήτημα το οποίο ενδεχομένως θα απασχολήσει μια μερίδα ψηφοφόρων για αρκετό καιρό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αλλά το γεγονός ότι αυτό έγινε 9 μήνες πριν από τις εκλογές, αφαιρεί από το συγκεκριμένο ζήτημα μεγάλο μέρος της δυναμικής που θα είχε εάν αυτό αναδυόταν πιο κοντά στην ημέρα των εκλογών.

Αναπόφευκτο, αλλά με ουσία;

Το negative campaigning αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο στην εργαλειοθήκη κάθε υποψηφίου κατά την προεκλογική περίοδο. Είναι άλλωστε και αναπόφευκτο σήμερα, καθώς αποδεδειγμένα, τα αρνητικά μηνύματα έχουν την ικανότητα να αποσπούν πιο εύκολα την προσοχή του κοινού, σε σχέση με τα θετικά. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη είχε και το διαδίκτυο, το οποίο έδωσε στον κάθε πολίτη πρόσβαση σε ένα αμέτρητο όγκο πληροφοριών. Επομένως, η μάχη που μαίνεται σε καθημερινή βάση αφορά πρώτα απ’ όλα στο να κερδηθεί η προσοχή του ψηφοφόρου. Σε αυτό συμβάλλουν και τα ΜΜΕ τα οποία προσδίδουν μεγαλύτερη σημασία (λόγω εμπορικότητας) σε περιπτώσεις negative campaigning (όπως φάνηκε από την κάλυψη των κατηγοριών Δημητριάδη κατά Μαυρογιάννη, και Νεοφύτου κατά Χριστοδουλίδη).

Το negative campaigning φαίνεται θα καταλάβει μεγάλο μέρος του πολιτικού λόγου μέχρι τον ερχόμενο Φεβρουάριο. Αυτό που έχει ενδιαφέρον όμως, είναι ο τρόπος με τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί από τους υποψηφίους. Εάν θα γίνει απλά ως μια μορφή αντίδρασης ή για σκοπούς εξυπηρέτησης βραχυπρόθεσμων στόχων και οφελών (πχ. για απόκτηση περισσότερου χρόνου στα ΜΜΕ), ή αν θα αξιοποιηθεί στον μέγιστο βαθμό, με τρόπο που να είναι ωφέλιμος τόσο για την κάθε υποψηφιότητα, όσο και για τους ψηφοφόρους, το περιβάλλον γύρω από μια εκλογική διαδικασία, αλλά και την πολιτική γενικότερα.

Από την άλλη, η πολιτική από μόνη της αποτελεί για τους περισσότερους «dirty business», οπόταν, ποιος ο λόγος να αντιδρούμε στην υιοθέτηση «dirty» στρατηγικών από τους διεκδικητές του ανώτερου αξιώματος σε μια χώρα;