First published @LimassolToday
Τελικά η Κύπρος μας επιβεβαιώνει πλέον επί καθημερινής βάσεως ότι δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει να μας εκπλήσσει. Κυρίως αρνητικά. Εκεί που απορούσαμε για το τι θα μπορούσε να μας επιφυλάσσει αυτός ο τόπος, η Ιερά Μητρόπολη Κωνσταντίας & Αμμοχώστου, ανέλαβε την πρωτοβουλία και μας έδωσε την απάντηση:
Βολή εις τιμή του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη, ανήμερα της εορτής του, από ιερείς στο πεδίο βολής «Φανός» στον Πρωταρά.
Δεν έφτανε που πέρασε από το μυαλό μερικών, διοργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε, και εν τέλει, ό,τι έγινε στο πεδίο βολής δημοσιεύθηκε και διαδικτυακά για να μην επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης η άποψη ότι πράγματι κάτι δεν πάει καλά σε αυτόν τον τόπο. Και όπως αναμενόταν, η συγκεκριμένη «Αγία Βολή» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην κοινωνία. Τουλάχιστον, σε όσους διαθέτουν το ελάχιστο του ορθολογικού κριτηρίου που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τον κάθε πολίτη σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα τον 21ο αιώνα.
Από όπου κι αν προσεγγίσεις το συγκεκριμένο περιστατικό, δεν προκύπτει το οποιοδήποτε ελαφρυντικό που να του προσδίδει το όποιο ίχνος λογικής. Είναι άλλωστε, πάγια αντίληψη μεγάλης μερίδας του πληθυσμού στη χώρα, ότι «Κύπρος» και «λογική» δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
Αρχικά, είναι η θρησκευτική προσέγγιση. Οι εκπρόσωποι μιας θρησκείας που σύμφωνα με τους ίδιους προωθεί την αγάπη, την αλληλεγγύη, τη συμφιλίωση, τη συγχώρεση, την ενότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων και θέτει ως υπέρτατη αξία τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής, την οποία θεωρούν δώρο Θεού. Το να συμμετέχουν ιερείς σε μια στρατιωτική βολή, αλλά και να λαμβάνουν «ενημέρωση για τις επιχειρησιακές ασκήσεις που διεξάγονται», δεν νοείται να συνάδει με την υπεράσπιση, την εκπροσώπηση και την προώθηση των συγκεκριμένων αξιών. Αντιθέτως, κρίνεται ως απόλυτα αντιφατικό και υπό αυστηρούς όρους ως υποκριτικό, γιατί απλά, το να κρατάς και να ρίχνεις με ένα στρατιωτικό τυφέκιο, ενώ εκπροσωπείς μια θρησκεία που πρεσβεύει τα πιο πάνω, δεν είναι αθώο, ούτε αστείο, ούτε και μια ατυχής στιγμή. Και όλα αυτά ενώ την ίδια ώρα μερικά χιλιόμετρα μακριά από τον Πρωταρά χάνονται καθημερινά εκατοντάδες ζωές από τις σφαίρες των ίδιων όπλων με τα οποία φωτογραφίζονταν όσοι βρέθηκαν προχθές στο συγκεκριμένο πεδίο βολής.
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί και η εικόνα γενικότερα με τους ιερείς να επιδίδονται σε στρατιωτικές διαδικασίες, καθώς, συμβάλει στην ενίσχυση ενός συντηρητικού ιδεολογικού συμπλέγματος για το οποίο δεν υπέφερε και λίγο η χώρα μας. Ενός συμπλέγματος που παρά τις εποχές που ζούμε δεν παύει να καταλαμβάνει σημαντικό χώρο και έκταση στη δημόσια σφαίρα, τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η κυπριακή κοινωνία, και που γενικότερα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το πώς εξελίσσεται η ζωή στη χώρα. Η ταύτιση και η αλληλοσύνδεση της θρησκείας με την εθνικοφροσύνη, στην οποία βασίζεται ως επί το πλείστο η οργάνωση της Εθνικής Φρουράς, αλλά και κάθε στρατού, αποτελεί ένα ανησυχητικό φαινόμενο εν έτει 2022, και δεν μπορεί να περνά απαρατήρητο και πόσω μάλλον να κρίνεται ως αθώο.
Είναι και από την άλλη η προκλητικότητα προς τον κάθε φορολογούμενο, ο οποίος θα επωμιστεί ως φυσικό επόμενο τα όποια έξοδα προέκυψαν για την πραγματοποίηση της «Αγίας Βολής», και για να κάνουν το «κέφι» τους μερικοί ιερωμένοι και στρατιωτικοί. Εξουσιοδοτείται ο κάθε στρατιωτικός να διοργανώνει βολές με προσωπικούς του καλεσμένους και δη, ιερείς συγκεκριμένης μητρόπολης; Γιατί να μην διοργανώνουν οι πολλοί θεωρητικοί της στρατοκρατίας (που στην Κύπρο δεν είναι και λίγοι) τις δικές τους βολές όποτε επιθυμούν; Έχουμε σοβαρό κράτος με νόμους; Ή δεν έχουμε;
Τέλος, είναι και η απάντηση που έδωσε το ίδιο το Υπουργείο Άμυνας δια μέσου του εκπροσώπου Τύπου του, το οποίο ναι μεν αναγνωρίζει ότι «δεν συνηθίζεται ιερείς να ρίχνουν βολές», αλλά «η Μητρόπολη έδωσε χρήματα, γνώσεις και τεχνική υποστήριξη στην Εθνική Φρουρά». Και για αυτό τον λόγο με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, ο Ταξίαρχος της 7ης Μ/Κ Ταξιαρχίας Πεζικού, «κάλεσε τους ιερείς να δουν πού πήγαν τα χρήματά τους». Μάλιστα, ακόμα μια δικαιολογία που παρατέθηκε από το Υπουργείο Άμυνας ήταν πως οι ιερείς που έκαναν βολές, ήταν στρατιώτες που υπηρέτησαν στην περιοχή, για να υποσχεθεί πως «δεν θα ξαναγίνει, αν και ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση».
Τουλάχιστον, το Υπουργείο Άμυνας πρέπει να λογοδοτήσει για το περιστατικό για να διαφανεί κατά πόσον παραβιάστηκαν οι οποιεσδήποτε διατάξεις που προνοούνται από τη νομοθεσία. Για απολογία ούτε λόγος (έστω για την αναστάτωση που προκλήθηκε), γιατί απλά σε καμία περίπτωση το Υπουργείο Άμυνας δεν εντόπισε οτιδήποτε λάθος σε σχέση με το περιστατικό. Γενικότερα, η όλη -κατά την κρίση μου ανεύθυνη- ανταπόκριση του Υπουργείου στο συγκεκριμένο περιστατικό με αναγκάζει να ανατρέξω σε δύο θεμελιώδεις αρχές της επικοινωνίας κρίσεων (στην προκείμενη περίπτωση μια επικοινωνιακή κρίση) που στην Κύπρο διαχρονικά δεν τυγχάνουν και ιδιαίτερης εκτίμησης:
Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε εμπιστοσύνη παρέχοντας λογικές εξηγήσεις και με ειλικρίνεια: Αν αποτύχουμε θα κριθούμε ως αναξιόπιστοι από το κοινό, κάτι που επιδεινώνει και παρατείνει μια κρίση. Οι ευθύνες πρέπει να αποδίδονται εκεί που πρέπει, και όταν υπάρχουν λάθη, πρέπει να τα παραδεχόμαστε, όπως επίσης και το ότι μάθαμε από αυτά.
Δείχνουμε ενσυναίσθηση: Δεν υποτιμούμε τις ανησυχίες και τις αντιδράσεις του κοινού και δεν προσπαθούμε να μειώσουμε τη σημαντικότητα ενός θέματος, ή να υπονοήσουμε ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Η ενσυναίσθηση σε μια κρίση δεν συνιστά σε καμία περίπτωση στο να εστιάζουμε στο τι θέλουμε να πούμε, αλλά να αφουγκραζόμαστε τις ανησυχίες που προέκυψαν λόγω ενός συμβάντος.
Το πιο σημαντικό σημείο είναι ότι εάν πρόκειται να επικοινωνήσουμε οτιδήποτε κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες αυτό να διευρύνει και να οξύνει την ήδη υπάρχουσα κρίση. Διαφορετικά, η πιο ασφαλής επιλογή, είναι να απέχουμε από οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία. Και το Υπουργείο εννοείται ότι με τη συγκεκριμένη του στάση κρύφτηκε πίσω από το δάκτυλό του, χωρίς να δείχνει να λαμβάνει υπόψη τα όσα ζητήματα αναδύονται από το συγκεκριμένο περιστατικό.