First published @LimassolToday
Μετά μια πανδημία αυτό που όλοι πάνω-κάτω λέγαμε μεταξύ σοβαρού και αστείου ήταν ότι αυτό που μας έλειπε, θα ήταν ένας πόλεμος. Και ενώ όλα έδειχναν ότι πάμε να ξεμπερδέψουμε με τον κορωνοϊό, η Ρωσία αποφασίζει να εισβάλει στην Ουκρανία, και πλέον, όλος ο πλανήτης συντονίζεται με τη νέα ατζέντα που διαμορφώνεται, που δεν αφορά πλέον την υγεία, αλλά την απειλή μιας διευρυμένης πολεμικής σύρραξης.
Το άρθρο δεν θα ασχοληθεί με οποιεσδήποτε γεωπολιτικές αναλύσεις (για αυτά υπάρχουν οι κατάλληλοι ειδικοί), παρά μόνο, με μια τάση που παρατηρείται -στην Κύπρο τουλάχιστον- η οποία δημιουργεί, όχι σε όλους μας βέβαια, ανησυχίες για το μέλλον. Όχι μόνο της Κύπρου, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Από τις 24 Φεβρουαρίου και από την ώρα που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η κοινωνία έχει χωριστεί (όπως σχεδόν πάντα) σε δύο στρατόπεδα, με το καθένα από αυτά να υιοθετεί το αφήγημα που προωθούν τα εμπλεκόμενα μέρη. Τι είναι αυτό που ανησυχεί περισσότερο όμως είναι η ευκολία με την οποία ο καθένας από εμάς έχει καταφέρει να κανονικοποιήσει την στρατιωτική βία, την ανάγκη πολεμικών συγκρούσεων, και τη φύση του αναπόφευκτου στην επίλυση διαφορών σε διακρατικό (ή και εθνικό) επίπεδο με τη συνδρομή στρατιωτικών δυνάμεων.
Από τη μια, η «νομιμοποίηση» της στρατιωτικής επέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία, και από την άλλη, η «αγιοποίηση» της στρατιωτικής συνδρομής τρίτων χωρών στην Ουκρανία (συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης ένταξής της στο ΝΑΤΟ).
Οι εικόνες των όπλων, των βομβαρδισμών, των καταστροφών, των μαχών που λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία δεν μας προβληματίζουν, δεν μας κάνουν να λυπηθούμε για την κατάντια του ανθρώπινου είδους. Αντιθέτως, όπως φαίνεται κυρίως στην κυπριακή σφαίρα των social media, πολλοί τις προσλαμβάνουν ως πηγή έμπνευσης και ως παραδείγματα ηρωισμού και ενότητας. Κυκλοφορούν διάφορες εικόνες Ουκρανών πολιτών με όπλα που καλούν κι άλλους να λάβουν μέρος στον πόλεμο, διάφοροι χαρακτηρισμοί περί ενός “ηρωισμού” του Ζελένσκι, περί ενός “ατρόμητου” Πούτιν που τα βάζει με τη Δύση και διάφορα άλλα, που πάντα αγνοούν τον γενικό σκοπό που επιτελείται στην τελική.
Με λίγα λόγια, οτιδήποτε αφορά σε μια διαδικασία που ως απώτερο σκοπό έχει τους μαζικούς σκοτωμούς και τις μαζικές καταστροφές, έχει καταφέρει υποσυνείδητα να γίνει αποδεκτό και εν τέλει, να μας φέρνει στη θέση να το υποστηρίξουμε, με τρόπο που να γεννιούνται ερωτήματα για το κατά πόσο πραγματικά έχουμε εκτιμήσει την ειρήνη. Και όχι μόνο πόσο την έχουμε εκτιμήσει, αλλά και πόσο έχουμε αντιληφθεί την αναγκαιότητά της.
Αποκορύφωμα ήταν οι επευφημίες που εκδηλώθηκαν εκ μέρους μεγάλης μερίδας της κοινωνίας μετά τη δήλωση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για χρηματοδότηση της αγοράς και της παράδοσης όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – μιας οντότητας που διαχρονικά αυτοπροσδιοριζόταν ως ένας φιλειρηνικός οργανισμός. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ίδια η φον ντερ Λάιεν το χαρακτήρισε ως «στιγμή-ορόσημο». Μάλιστα, το 2012 η ΕΕ είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Ειρήνης για τη συμβολή της στην προώθηση της ειρήνης, της συμφιλίωσης, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη.
Όλα δείχνουν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την «ανάγκη της ενίσχυσης της στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης», που ήδη παρατηρείται από τις κινήσεις και τις αποφάσεις συγκεκριμένων κρατών-μελών της ΕΕ όπως η Γερμανία (της οποίας ο Καγκελάριος δεσμεύθηκε για αύξηση των αμυντικών δαπανών), η Ρουμανία (που οδεύει προς αύξηση των αμυντικών της δαπανών στο 2,5% του ΑΕΠ), η Σουηδία (που αποστέλλει για πρώτη φορά μετά το 1939 στρατιωτική βοήθεια), και η Φινλανδία.
Αυτό βεβαίως δεν παρατηρείται μόνο σε επίπεδο κρατών αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας. Δεν είναι λίγοι αυτοί που στην Κύπρο σπεύδουν να εκφράσουν την στήριξή τους στη συγκεκριμένη ιδέα, απαιτώντας ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας στην ΕΕ μέσω της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών, θεωρώντας ότι η πολεμική ισχύς είναι αυτή που μπορεί πλέον να καθορίσει τη σύγχρονη πολιτική, και πως θα έπρεπε οπωσδήποτε να θεωρείται αναπόσπαστο της κομμάτι. Όπως φαίνεται, η συγκεκριμένη τάση οδεύει να κυριαρχήσει καθώς εκφράζεται από άτομα όλων των κοινωνικοπολιτικών και ιδεολογικών φασμάτων. Αυτό που τρομάζει περισσότερο είναι ο διαφαινόμενος αποκλεισμός οποιουδήποτε άλλου εναλλακτικού, και λιγότερο κυνικού και φιλοπολεμικού αφηγήματος και προσέγγισης.
Τείνει δηλαδή να γίνει κανόνας η ετοιμότητα και η προθυμία μας να εμπλακούμε σε μια πολεμική σύρραξη, αντί η εξαίρεση, αποδεικνύοντας ότι η παγκόσμια ιστορία έχει αποτύχει να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε την αξία της ανθρώπινης ζωής και να εκτιμήσουμε την ειρήνη. Είμαστε αλήθεια μικρόψυχοι και συνεχίζουμε λες και δεν συνέβη τίποτε, ποτέ και πουθενά, να συντηρούμε την ιδέα ενός μηχανισμού μαζικών σκοτωμών επαναφέροντας αντιλήψεις μιας άλλης, προ-δεκαετιών εποχής;
Και δυστυχώς, όλες αυτές οι αντιλήψεις εκδηλώνονται σε μια χώρα, που για 48 (συν 11) χρόνια υποφέρει από τα αποτελέσματα αυτής της μορφής βίας. Τη μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που παραμένει διαμελισμένη, με τους ανθρώπους της να περιορίζονται ένθεν και ένθεν μιας κατά μήκους της χώρας γραμμής που σχηματίζεται από συρματοπλέγματα.