Πιο πάνω στη φωτογραφία, ο παππούς μου, ο Κυριάκος Κωνσταντά. Η φωτογραφία είναι από τη μπροστινή αυλή του μικρού σπιτιού που τον στέγαζε από το 1978 στη Λεμεσό, σε έναν από τους πολλούς προσφυγικούς συνοικισμούς. Η τότε κυβέρνηση τους χαρακτήριζε ως μια “άνετη προσωρινότητα” για τον προσφυγικό κόσμο.
Τέτοια μέρα, 14 Αυγούστου, στα 48 του, ο Κυριάκος έγινε πρόσφυγας μη έχοντας άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει το σπίτι του και την Κοντέα. Υπολόγιζε ότι η φυγή θα ήταν προσωρινή και ότι σύντομα θα επέστρεφε. Πού να ήξερε όμως ότι η επόμενη φορά που θα την έβλεπε θα ήταν το 2004 ως ένας απλός παρατηρητής.
Στην Κοντέα ήταν γεωργός. Στη Λεμεσό βρέθηκε να δουλεύει σε εργοστάσιο με μάρμαρα. Μια κουβέντα που μας έλεγε σχεδόν κάθε φορά που μας έβλεπε ήταν “16 ώρες την ημέρα”, σφίγγοντας τις ππουνιές του. Εβούρκωνε, αλλά όταν συνειδητοποιούσε σε τι προνομοιούχα θέση βρισκόμασταν εμείς, που είχαμε την ευκαιρία να πάμε σχολείο, πανεπιστήμιο, και να έχουμε μια αξιοπρεπή ποιότητα ζωής, καθησυχαζόταν. “Να δουλεύκεις… με 2 σιέρκα έκαμα ό,τι έκαμα μια ζωή”, κάπως έτσι έκλεινε πάντα η κουβέντα του.
Η μόνη του διασκέδαση ήταν οι 1-2 που ώρες που καθόταν με τους γείτονες του έξω στο αδιέξοδο της γειτονιάς στον προσφυγικό συνοικισμό για να πιουν καμιά μπύρα. Μικρός εγώ, θυμούμαι ότι ο καθένας σχόλανε σε διαφορετική ώρα. Πρώτος ο Αχιλλής, μετά ο Μιχάλης, και πάντα τελευταίος ο Αντρέας. Ο παππούς ήταν ήδη συνταξιούχος και τούτη η συνήθεια συνεχίστηκε για χρόνια μετά όταν όλοι εφκήκαν σύνταξη. Μπύρες έξω στο αδιέξοδο, μπροστά που τα γκαράζ με τους τσίγκους πριν παν για ύπνο.
Ήταν μια τόσο ρουτινοποιημένη και επαναλαμβανόμενη διαδικασία που τη θυμούμαι με κάθε λεπτομέρεια μέχρι και σήμερα. Θα έλεγαν κανένα αστείο, μετά θα συζητούσαν λίγο για τα φαγιά τους, τα ψουμνίσματα τους που το παζαράκι, θα έβλεπαν κανένα αεροπλάνο που θα περνούσε από πάνω. Πάντα θυμούμαι όμως, ότι σε κάποιο σημείο της συζήτησης θα συναφέρναν και τα χωρκά τους. Τι θα έκανε ο γέρος με την κοτζιάκαρη του αν ήταν στην Κοντέα, πώς ήταν τα καλοκαίρια στο χωριό κ.ο.κ.
Μεγαλώνοντας έβρισκα τούτες τις συζητήσεις τους ανούσιες και ανιαρές. Στη δική μου κανονικότητα τα κατεχόμενα χωρκά τους ήταν ιδέες μακρινές που δεν υπήρχε κανένας λόγος να ασχοληθώ μαζί τους. Στην εφηβεία μάλιστα, οι συγκεκριμένες συζητήσεις άρχισαν να με εκνευρίζουν αφόρητα. Γιατί ένας ηλικιωμένος να επιμένει στο παρελθόν ενώ η ζωή του έχει ήδη επανεκκινήσει με νέα δεδομένα και σε σχετικά καλές συνθήκες; Γιατί δεν μπορούν να δουν μπροστά;
Η ενηλικίωση όμως, με βοήθησε να αντιληφθώ σε τι τόπο έτυχε να γεννηθώ. Πώς ένα “αυτοεξυπηρετούμενο” σύστημα εξαρτήσεων διαιωνίζεται και συντηρείται εις βάρος του απλού κόσμου και με την καθοριστική συνδρομή αρκετών χρήσιμων ηλίθιων, μέσω ενός story-telling 49 ετών πλήρους υποκρισίας και άνευ αντικρίσματος υποσχέσεων.
Σήμερα, 14 Αυγούστου 2023, συμπληρώνονται 49 χρόνια από την ημέρα που ο Κυριάκος Κωνσταντά μαζί με την οικογένεια του άφησε για πάντα την αγαπημένη του Κοντέα.
Μέχρι τα “τελευταία” του, με Alzheimer, ο Κυριάκος Κωνσταντά ετοιμαζόταν για να πάει πίσω στην Κοντέα του. Δεν είναι λίγες οι φορές που η γιαγιά τον σταματούσε στην πιο κάτω γειτονιά. Στα 95 του, ο Κυριάκος Κωνσταντά πέθανε πρόσφυγας. Ο μακροχρόνιος αγώνας συμπληρώνει σύντομα μισό αιώνα ανάλογων επιτυχιών. Μισό αιώνα άνετης προσωρινότητας. Μια άνετη προσωρινότητα με την οποία σιγά-σιγά όλοι συμβιβαζόμαστε, προσαρμοζόμαστε και στην οποία αρχίζουμε να βρίσκουμε μια βολικότητα που μας επιτρέπει να συνεχίζουμε τις ζωές μας χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Η εικόνα του να πιάνει τους δρόμους για να πάει στην Κοντέα, δεν θα σβηστεί ποτέ. Η γιαγιά επιμένει ότι αν είχε ξανά την ευκαιρία θα επέστρεφε, ακόμα και στα 99 της. Αντέχουν. Θέλουν. Μισό αιώνα μετά.
Η γιαγιά (μανιακή με τους χάρτες) μας δείχνει από πού εκτοπίστηκε και πού κατέληξε.