Για ακόμη μια φορά η κοινή γνώμη παρακολουθεί, όπως της ορίστηκε, σοκαρισμένη, τα όλα όσα συμβαίνουν στη νήσο των Αγίων. Ένας 20χρονος βρέθηκε να δίνει μάχη για τη ζωή του, μετά από επίθεση που δέχτηκε με μολότοφ έξω από το στάδιο «Αντώνης Παπαδόπουλος» το βράδυ του περασμένου Σαββάτου. Κατέληξε με εγκάυματα στο 45% του σώματός του γιατί απλά έτυχε να περνά από το λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή, χωρίς να έχει την οποιαδήποτε σχέση με τα επεισόδια που βρίσκονταν σε εξέλιξη ή το ποδόσφαιρο γενικότερα, όπως έγινε γνωστό από μέλη της οικογένειάς του.
Πρόκειται για συμπεριφορές που απέχουν κατά πολύ από αυτό που θα ανέμενε κανείς από όσους ανήκουν στο ανθρώπινο είδος. Και θα ήταν επιπόλαιο να αποδεχτούμε ότι προκύπτουν λόγω διαφορετικών οπαδικών προτιμήσεων. Το ποδόσφαιρο στην προκείμενη, είναι το «όχημα» εκδήλωσης αυτού του είδους της συσσωρευμένης οργής που κουβαλούν για διάφορους λόγους μέσα τους, αυτού του είδους παρασιτικές μάζες. Μάζες που δεν εκπροσωπούν σε καμία περίπτωση την αγάπη για την ομάδα τους ή το ποδόσφαιρο, αλλά μια ηλιθιότητα επικίνδυνης μορφής, που συνδυάζεται με πολιτισμικό επίπεδο με αρνητικό πρόσημο. Που εκτρέφει και συντηρεί η κοινωνία, πάντα με τη βοήθεια του αόρατου χεριού της πολιτείας και των αρμόδιων φορέων.
Εάν η δημοσίευση υλικού από τα επεισόδια που παρολίγο να κοστίσουν τη ζωή σε έναν ανυποψίαστο 20χρονο που έπαιρνε βόλτα τον σκύλο του, υπό τη μορφή “κατορθώματος”, δεν αποτελεί επικίνδυνη ηλιθότητα, τότε θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τι θεωρούμε ηλιθιότητα και τι επικίνδυνο πλέον.
Ήταν ωστόσο, ακόμα ένα περιστατικό χουλιγκανισμού με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ότι εκτυλίχθηκε έξω από τους αγωνιστικούς χώρους. Σε κάποια γωνιά, οι ιθύνοντες εγκέφαλοι πίσω από την ιδέα της πολυσυζητημένης Κάρτας Φιλάθλου θα περηφανεύονται για το επίτευγμά τους, το οποίο δεν είναι άλλο από την εξάλειψη-κατά την κρίση τους πάντα-της βίας από τα γήπεδα. Αλήθεια, τόσο δύσκολο είναι να αντιληφθούν ότι το μόνο που σίγουρα κατάφεραν είναι να μετατοπίσουν και να συγκεντρώσουν τη βία εκτός των αγωνιστικών χώρων, και ενδεχομένως, σε πιο οργανωμένη μορφή;
Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις στη μετά-Κάρτας Φιλάθλου εποχή, που καταγράφτηκαν εκτεταμένες ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες, όπως επίσης, σοβαροί τραυματισμοί οπαδών αλλά και ανυποψίαστων πολιτών, μετά από επεισόδια που εκδηλώνονται κατώπιν ραντεβού που διευθετούνται μεταξύ οπαδών σε διάφορους χώρους. Χώροι στάθμευσης, πάρκα, πλατείες, και έξω από τους χώρους που στεγάζονται οι συνδέσμοι φιλάθλων είναι μερικοί από αυτούς.
Περίπου τα ίδια ήταν τα αποτελέσματα και στην Αγγλία επί εποχής Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν η πρώην πρωθυπουργός εφάρμοσε συγκεκριμένες πολιτικές για την πάταξη του φαινομένου του χουλιγκανισμού εντός γηπέδων. Στη Θατσερική Αγγλία λοιπόν, ο χουλιγκανισμός μεταφέρθηκε εκτός αγωνιστικών χώρων (σε οργανωμένη ή ανοργάνωτη μορφή), οι οργανωμένοι οπαδοί εστίασαν περισσότερο στις δραστηριότητές τους εντός των συνδέσμων/κλαμπς τους, και παρατηρήθηκε αύξηση της εμπλοκής ανηλίκων σε εκδηλώσεις βίας.
Ωστόσο, διαβάζουμε με μεγάλη απογοήτευση διάφορες απόψεις που υποστηρίζουν ότι ο χουλιγκανισμός είναι φαινόμενο που «κάνει την επανεμφάνισή του», λόγω της επιστροφής των οργανωμένων οπαδών συγκεκριμένων ομάδων στα γήπεδα (με αποδοχή του μέτρου της Κάρτας Φιλάθλου, καθώς, για την είσοδό τους στους αγωνιστικούς χώρους απαιτείται η έκδοσή της). Ισχυρίζονται επίσης, πως η οπαδική βία απουσίαζε από τις ζωές μας μέχρι πρότινος, και από τον καιρό εφαρμογής του μέτρου της Κάρτας Φιλάθλου.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό, και η ρίζα του βρίσκεται πολύ βαθύτερα από όσο ορισμένοι τείνουν να υποστηρίζουν. Δεν χρειάζεται κανείς να ανήκει στον χώρο του ποδοσφαίρου για να διαπιστώσει ότι η βία ήταν, είναι, και θα συνεχίσει να είναι στον χώρο του ποδοσφαίρου ενόσω οι προσεγγίσεις σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισής της είναι επιφανειακοί, στηρίζονται σε βραχυπρόθεσμα οφέλη, μη-βιώσιμες πρακτικές και πάνω απ’ όλα, τα εμπλεκόμενα μέρη επιμένουν σε μια επιδεικτική άρνηση ανάληψης των ευθυνών που τους αναλογούν: Πολιτεία, ΚΟΠ και σωματεία.
Από τη μια, η Πολιτεία, φαίνεται να ακολουθεί διαδικασίες λήψεις αποφάσεων στην απουσία τεχνοκρατών και ειδικών, αλλά και διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για πολυσύνθετα ζητήματα που χρήζουν ειδικής διαχείρισης (πχ. Βία στον χώρο του ποδοσφαίρου). Από πού αλλού μπορεί να προκύπτει η ανεπάρκειά της ως προς την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων; Επίσης, έπεισε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο χρόνων, ότι η βίαιη καταστολή είναι η λύση στην οποία είναι πάντα πρόθυμη να ανατρέξει σε περιπτώσεις όπου αδυνατεί να αντιμετωπίσει συγκεκριμένες καταστάσεις (βλ. Πορεία «Ως Δαμέ» και χρήση του αντιοχλαγωγικού «Αίαντας» αλλά και βίας από την Αστυνομία), αποδεικνύοντας ότι πράγματι δεν υπάρχει εις βάθος αξιολόγηση των προκλήσεων που προκύπτουν, αλλά ούτε και σχεδιασμός των κατάλληλων πολιτικών για την αντιμετώπισή τους.
Η Από την άλλη, η ΚΟΠ, δείχνει να είναι διαχρονικά ένας οργανισμός που αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα διάφορα προβλήματα που προκύπτουν γύρω από τον χώρο του ποδοσφαίρου. Είτε αυτά έχουν να κάνουν με τη βία στα γήπεδα, είτε με τη διαιτησία, είτε με τα οικονομικά της Ομοσπονδίας, είτε με τα ποδοσφαιρικά σωματεία. Πώς δικαιολογείται διαφορετικά η τόση προκατάληψη που διακατέχει τη συντριπτική πλειοψηφία του φίλαθλου κοινού κατά της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου; Θα είχε πραγματικά τεράστιο ενδιαφέρον να διεξαχθεί μια έρευνα κοινής γνώμης για να καταγράψει τις απόψεις των Κυπρίων για την ΚΟΠ. Ίσως έτσι, να θιγόταν η αξιοπρέπεια οποιουδήποτε μέλους της, και ως αποτέλεσμα, να γίνει αντιληπτός ο ρόλος που έχει να διαδραματίσει στην κοινωνία μιας ποδοσφαιρομανούς χώρας όπως η Κύπρος. Για τη ώρα, η τακτική του “ρίχνω τα προβλήματα κάτω από το χαλί”, όπως όλα δείχνουν, τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης και χρήσης από την Ομοσπονδία.
Τέλος, τα σωματεία δείχνουν να μην μπορούν να «δείξουν» τον δρόμο στους ίδιους τους φιλάθλους. Αδυνατούν να παράξουν λόγο που να συμβάλει στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Αντιθέτως, αυτό που εύκολα διαπιστώνει κανείς παρατηρώντας τις καθημερινές τους δημόσιες παρεμβάσεις στο δημόσιο λόγο, είναι ότι αποτελούν σημαντικούς παράγοντες στην όξυνση του φανατισμού και τη διασφάλιση της συνέχισης των φαινομένων βίας γύρω από το ποδόσφαιρο. Είναι λυπηρό επίσης το γεγονός ότι αντί να ανεβάζουν το επίπεδο της συζήτησης αναγκάζοντας και τους ίδιους τους οπαδούς να προσαρμοστούν σε αυτό, και ενδεχομένως να αλλάξουν συγκεκριμένες στάσεις και συμπεριφορές, υιοθετούν λόγο και ρητορική που συντηρούν τις προβληματικές και επικίνδυνες αντιλήψεις. Αρκούνται σε επιαφανειακές και επιπόλαιες προσεγγίσεις που μάλλον θεωρούν ότι αρκούν για να πετύχουν αυτό που πραγματικά φαίνεται ότι τους ενδιαφέρει: να κερδίζουν την καθημερινή «μάχη» εντυπώσεων.