First published @LimassolToday
Έτσι, ίσως αναγκαστούμε να τον αναβαθμίσουμε. Ή το αντίστροφο;
Ενα ταξίδι ήταν αρκετό για να βρεθώ κατά την επιστροφή μου να συγκρίνω ξανά την ποιότητα ζωής στην Κύπρο με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Η περασμένη βδομάδα στο Παρίσι, παρά τις αντίξοες επιδημιολογικές συνθήκες, ήταν αρκετή για να διαπιστώσω για ακόμα μια φορά ένα σημαντικό υστέρημα της χώρας μας έναντι των υπολοίπων.
Όταν ταξιδεύω, έχω την τάση να προσπαθώ να βιώσω όσο το δυνατό πιο έντονα το κάθε μέρος, φαντάζομαι όπως και πολλοί άλλοι, αλλά και όλοι όσοι επισκέπτονται επίσης την Κύπρο. Γι’ αυτό αποφασίζω να χρησιμοποιώ αποκλειστικά τα μέσα μαζικών μεταφορών, σπαταλώ ώρες καλύπτοντας αρκετά χιλιόμετρα περπατώντας, προσπαθώ να συγκρατήσω εικόνες, ήχους και μυρωδιές από τους δρόμους και τις πλατείες, αλλά και να βάλω (όσο γίνεται φυσικά) τον εαυτό μου στη θέση ενός μόνιμου κάτοικου της κάθε περιοχής. Ο δημόσιος χώρος αποτελεί θεωρώ το σημαντικότερο στοιχείο σε κάθε ταξίδι για τον καθένα από εμάς. Είναι αυτό που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον κάθε τόπο όσο το δυνατό περισσότερο.
Και είναι το κομμάτι από την επίσκεψή μου στο Παρίσι που εκτίμησα πιο πολύ. Ο μεγάλος αριθμός πλατειών και πάρκων που ενώνονται μέσω των πεζόδρομων και των ποδηλατόδρομων με άλλα κεντρικά σημεία ενδιαφέροντος, αποτελούν hotspot πολιτισμού και κουλτούρας. Χώροι που σφύζουν από ζωή: καλλιτέχνες του δρόμου, ερμηνευτές, performers, και πολλά άλλα που σπανίζει να παρατηρήσει κανείς στην Κύπρο. Χώροι που φιλοξενούν όλα τα πολυμορφικά μέρη μιας κοινωνίας, παντρεύοντάς τα μεταξύ τους, όπως ταυτόχρονα, και κάθε τι ιδιωτικό με το δημόσιο. Χώροι που είναι προσβάσιμοι σε όλους, με μοναδικό αντίτιμο τον ελεύθερο χρόνο του καθενός.
Τα πεζοδρόμια, τα πάρκα, και οι πλατείες αποτελούν τα ζωτικότερα όργανα μιας πόλης. Στους χώρους αυτούς επιτυγχάνεται η σύνθεση των τριών ιδιοτήτων του καθενός από εμάς: ως άτομο, ως κοινωνικό ων, και ως πολίτης. Από την άλλη, δεν αποτελούν απλώς δημόσιους χώρους αναψυχής, αλλά και υπόβαθρο του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, μιας και ο καθένας από εμάς έχει εκεί τη δυνατότητα να εκφραστεί, να συναναστραφεί, να ενταχθεί στον κοινωνικό ιστό, αλλά και να αυτοπροσδιοριστεί.
Εννοείται ωστόσο, ότι το Παρίσι, δεν μπορεί να συγκριθεί σε κανένα επίπεδο με οποιαδήποτε πόλη της Κύπρου. Έχει το πλεονέκτημα της μεγάλης κρίσιμης μάζας πληθυσμού. Στοιχείο απαραίτητο για να διατηρείται ο δημόσιος χώρος ζωντανός και ζωηρός, που κάποιος μπορεί να προβάλει ως επιχείρημα για την περίπτωση της Κύπρου.
Γιατί όμως στην Κύπρο να επιμένουμε να στρέφουμε την πλάτη στην «ενεργοποίηση» της όσης μάζας διαθέτουμε; Γιατί δεν επενδύουμε στην ανάπτυξη της σχέσης μας με τον δημόσιο χώρο; Γιατί να συμβιβαζόμαστε με την ιδέα ότι η πρόσβαση στην αναψυχή και τη διασκέδαση είναι προνόμια με τις δικές τους τιμές; Γιατί δεν προσπαθούμε να τα κάνουμε προσβάσιμα εισάγοντας τα στον δημόσιο χώρο; Και γιατί αποδεχόμαστε να αυτοπεριοριζόμαστε ως προς τις δυνατότητες που έχουμε για συμμετοχή στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι που λαμβάνει χώρα;
Νιώθω ότι στην Κύπρο έχουμε παραμελήσει τον δημόσιο χώρο, τον έχουμε σνομπάρει και τον έχουμε αφήσει να υποβαθμιστεί (αν όχι απλά να αναπτυχθεί όπως θα έπρεπε). Εάν εξαιρέσουμε την περίοδο των lockdown, όπου δεν υπήρχαν ούτως η άλλως οποιεσδήποτε άλλες επιλογές, θα προσέξει κανείς ότι δεν αποτελεί μέρος της κουλτούρας μας η επιδίωξη της ανάπτυξης μιας στενής σχέσης με τον δημόσιο χώρο. Αρκούμαστε στο να αναλωνόμαστε στα τετριμμένα: πολυσύχναστα εμπορικά κέντρα, χώρους εστίασης, νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, social media κ.ά. Αγνοούμε επιδεικτικά τις δυνατότητες που θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε σε σχέση με τον δημόσιο χώρο στην Κύπρο και διατηρούμε διαχρονικά μια υποτονική σχέση μαζί του.
Η υποτονική όμως αυτή σχέση μας με τον δημόσιο χώρο είναι το αποτέλεσμα της ίδιας της ποιότητάς του, όμως πιστεύω επίσης ότι με τον ίδιο τρόπο, η ποιότητά του επηρεάζεται από τη δική μας θέληση και επιδίωξη για σύνδεση μαζί του. Μια σχέση αμφίδρομη που θα έπρεπε να μας απασχολούσε λίγο περισσότερο, και να μας ανάγκαζε να αναζητήσουμε λύσεις και να απαιτήσουμε κάποιες αλλαγές. Ίσως να έχει να κάνει και με την κουλτούρα και τον πολιτισμό μας και όχι τόσο την έλλειψη ποιότητας που χαρακτηρίζει τον δημόσιο χώρο στη χώρα. Φάνηκε ότι προσφεύγουμε στον δημόσιο χώρο όταν δεν μας δίνονται άλλες επιλογές
Ας πάρουμε για παράδειγμα την πολύ υποσχόμενη και αναβαθμισμένη Πλατεία Ελευθερίας στη Λευκωσία. Θυμίζει σε οποιοδήποτε βαθμό τις ζωντανές πλατείες του εξωτερικού; Σκεφτήκαμε ποτέ πόσο διαφορετική θα ήταν στην περίπτωση ενός lockdown;